ανακαλεσιά

ανακαλεσιά
η [ανακαλώ]
μεγαλόφωνο κάλεσμα, επίκληση, έκκληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”